παρελκόμενο

παρελκόμενο
το
τεχνολ. αντικείμενο, όργανο ή συσκευή που συμπληρώνει ένα κύριο σύστημα ή συμβάλλει στην αποδοτικότερη λειτουργία του σε διάφορες συνθήκες χρήσεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τής μτχ. τού ρ. παρέλκομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”